25/10/10

ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΣ - Άρθρο του εκπαιδευτικού Ειδικής Αγωγής Αναστόπουλου Ανάστου

Ήδη από πολύ μικρή ηλικία ορισμένα άτομα παρουσιάζουν κάποιες διαταραχές επικοινωνίας. Σ’ αυτή την εργασία θα μιλήσουμε για μια ιδιαίτερη μορφή διαταραχής επικοινωνίας, τον τραυλισμό, που από πολύ παλιά έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα. Θα αναφερθούμε στα βασικά χαρακτηριστικά του τραυλισμού, τα αίτια που τον προκαλούν, τη στάση των γονέων και του δασκάλου απέναντι στο παιδί που τραυλίζει και τη θεραπευτική αγωγή που μπορεί να φέρει κάποια θετικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Τα τελευταία χρόνια η πρόοδος της επιστημονικής γνώσης είναι δυνατόν να δώσει μια εν μέρη ή και ολοκληρωμένη επίλυση του τραυλισμού. Σημαντική, αλλά προσωρινή όπως αποδεικνύεται, είναι η συμβολή ορισμένων μεθόδων που μειώνουν ή και εξαλείφουν τα «φαινόμενα δισταγμού». Έχει διαπιστωθεί όμως πως για μια αποτελεσματική μέθοδο, αφού γίνει η έγκαιρη διάγνωση από ειδικούς, είναι η συλλογή κάθε πληροφορίας σχετικά με τον τραυλισμό και η άμεση συνεργασία του ειδικού τόσο με το άτομο όσο και με το οικείο περιβάλλον του. Ωστόσο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να διαγνωστούν τα αίτια που προκάλεσαν τον τραυλισμό και οι συνθήκες κατά τις οποίες τα «φαινόμενα δισταγμού» επιδεινώνονται.


ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗ


Η επιστημονική γνώση στον τομέα των διαταραχών επικοινωνίας και μάθησης έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Παλιότερα οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν κάποια άτομα στη γραφή και στην ομιλία αποδίδονταν στο μειωμένο κίνητρο του παιδιού ή στην ανεπαρκή αγωγή του από γονείς και παιδαγωγούς. Η εξέλιξη της επιστήμης όμως συνέβαλλε στην ορθότερη κατανόηση αυτών των προβλημάτων και οι σύγχρονες τεχνικές διευκολύνουν την έγκαιρη αναγνώριση των ατόμων με προβλήματα μάθησης και επικοινωνίας γεγονός που τους εξασφαλίζει καλύτερες ευκαιρίες, προσαρμοσμένες στις δικές τους δυνατότητες.

Ήδη από τη βρεφική ηλικία τα παιδιά είναι ικανά να αναγνωρίζουν τις φωνές των γονιών τους και μέχρι την ηλικία του ενός έτους μπορούν να κατανοούν ορισμένες λέξεις και να τις χρησιμοποιούν για να εκφράσουν τις ανάγκες και τα συναισθήματά τους. Μέχρι την ηλικία των τριών ετών η γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού είναι ραγδαία. Στην πρόοδο της γλωσσικής ανάπτυξης σημαντικός είναι ο ρόλος των γονιών και των ανθρώπων που το περιβάλλουν, αφού αποτελούν πρότυπα για την ανάπτυξη του λόγου, η οποία όμως δεν είναι ίδια για όλα τα παιδιά. Κάποια καθυστερούν να μιλήσουν και εξακολουθούν να επικοινωνούν με χειρονομίες και ήχους. Όταν όμως ένα παιδί δύο ετών δεν μπορεί να προφέρει μεμονωμένες λέξεις και τριών ετών δεν καταφέρνει να σχηματίσει απλές προτάσεις τότε, σύμφωνα με τα κριτήρια του ISD-10, θεωρείται ότι παρουσιάζει καθυστέρηση στη γλωσσική έκφραση.
Τα παιδιά αυτά στην πορεία έχουν συνήθως φτωχό λεξιλόγιο, δεν χρησιμοποιούν σωστά τις λέξεις που γνωρίζουν, οι προτάσεις που σχηματίζουν δεν έχουν σωστή δομή, δυσκολεύονται στη σύνταξη και στη σωστή χρήση γραμματικών στοιχείων όπως προθέσεις, άρθρα, αντωνυμίες και κλίσεις ονομάτων και ρημάτων. Επίσης τα παιδιά αυτά μπορεί να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην παραγωγή φθόγγων-παραλείπουν, στρεβλώνουν ή υποκαθιστούν φθόγγους- στη διάκριση ορισμένων ήχων ή ειδικών τύπων λέξεων, και συχνά είναι υπερδραστήρια και απρόσεκτα.
Η καθυστέρηση όμως στη γλωσσική ανάπτυξη μπορεί να είναι ένδειξη νοητικής καθυστέρησης ή κάποιας διαταραχής των γνωστικών λειτουργιών. Έχει διαπιστωθεί ότι τα φωνολογικά ελλείμματα είναι ο βασικός υπεύθυνος παράγοντας των διαταραχών επικοινωνίας και μάθησης των παιδιών που έχουν προβλήματα στην ομιλία και την ανάγνωση.
Οι διαταραχές επικοινωνίας αναφέρονται και ως ειδικές αναπτυξιακές διαταραχές του λόγου και δεν αποδίδονται άμεσα σε νευρολογικές ανωμαλίες ή ανωμαλίες του μηχανισμού της ομιλίας, σε βλάβες των αισθητηρίων οργάνων, σε νοητική καθυστέρηση ή περιβαλλοντικούς παράγοντες. Το παιδί με διαταραχές επικοινωνίας μπορεί να αντιμετωπίζει δυσκολίες στην παραγωγή των ήχων της ομιλίας, στη χρήση της ομιλίας για επικοινωνία ή στην κατανόηση του προφορικού λόγου. Η διαταραχή της γλωσσικής έκφρασης είναι το πιο σύνηθες πρόβλημα στο χώρο των διαταραχών επικοινωνίας. Ο τραυλισμός αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση διαταραχής επικοινωνίας. Παρά το γεγονός ότι δημιουργεί στο παιδί προβλήματα στη λεκτική του επικοινωνία ίσως δεν θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στις διαταραχές επικοινωνίας αλλά στις αγχώδεις διαταραχές.
Ορίζοντας τον τραυλισμό θα λέγαμε ότι είναι μια νευρωτική δυσλειτουργία της ροής της ομιλίας. Η δυσλειτουργία αυτή εκδηλώνεται με ασυντόνιστες κινήσεις του μυϊκού συστήματος της αναπνοής, της άρθρωσης και της φωνής, και συμβαίνει στη αρχή ή στο μέσο της ομιλίας ή ακόμα με επαναλήψεις φθόγγων, συλλαβών και λέξεων. Χαρακτηρίζεται γλωσσική νεύρωση ή ψυχοσωματικής αιτιολογίας γλωσσικό πρόβλημα γιατί σ’ αυτήν συμμετέχουν και άλλοι παράγοντες. Στη διεθνή βιβλιογραφία τον τραυλισμό τον συναντάμε και με τους όρους δυσφημία, σπασμοφημία, λαλονεύρωση και Balbutes. Η δυσλειτουργία αυτή που σχετίζεται με τη δυσκολία ελέγχου του μηχανισμού της ομιλίας έχει παρουσιαστεί σε όλους τους πολιτισμούς από τα πανάρχαια χρόνια και δεν είναι λίγες οι προσωπικότητες της νεώτερης ιστορίας που έχουν τραυλισμό, όπως ο βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ΄ της Αγγλίας, ο Τσώρτσιλ, ο Λένιν, ο Ρούσβελτ κ.α.
Ο Ιπποκράτης υποστηρίξει ότι στη γένεση του τραυλισμού συμβάλλει η ανισορροπία μεταξύ σκέψης και λόγου ενώ ο Αριστοτέλης περιέγραψε τον τραυλισμό ως την αδυναμία γρήγορης σύνδεσης των συλλαβών μεταξύ τους, η οποία οφείλεται στην ελαττωματική διάπλαση της γλώσσας. Σήμερα, οι ειδικοί που ασχολούνται με τον τραυλισμό, όπως και τα δύο επικρατέστερα διαγνωστικά εγχειρίδια, το DSM-IV(Diagnostic and Statistical Manual) και το ICD (International Classification of Diseases) θεωρούν τον τραυλισμό ως διαταραχή του λόγου και της ομιλίας και τον εντάσσουν στην ευρύτερη κατηγορία των διαταραχών της επικοινωνίας. Το DSM-IV υποστηρίζει ότι ο τραυλισμός ορίζεται ως διαταραχή της φυσιολογικής ροής και της ρυθμικής διαμόρφωσης της ομιλίας, η οποία είναι δυσανάλογη για την ηλικία του ατόμου. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ο τραυλισμός «είναι μια διαταραχή στο ρυθμό ομιλίας, κατά την οποία το άτομο γνωρίζει ακριβώς τι θέλει να πει, αλλά, εκείνη τη στιγμή, δεν είναι σε θέση να το πει, εξαιτίας μιας ακούσιας επαναληπτικής επιμήκυνσης ή παύσης ενός φθόγγου».



ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΥ




Κατά την προσχολική ηλικία, καθώς τα παιδιά έχουν πολλές εμπειρίες για τις οποίες θέλουν να μιλήσουν αλλά δεν έχουν τόσο πλούσιο λεξιλόγιο ώστε να μπορούν να μας τις περιγράψουν, είναι πιθανόν να παρουσιάσουν κάποια συμπτώματα τραυλισμού χωρίς ωστόσο να υπάρχει πραγματικό πρόβλημα. Οι δυσκολίες αυτές αποτελούν ένα φυσιολογικό στάδιο στη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού και είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν αν γίνει σωστός χειρισμός από το περιβάλλον του. Ωστόσο ένα απλό σύμπτωμα τραυλισμού μπορεί να λάβει χρόνιο χαρακτήρα με την επίδραση εξωγενών παραγόντων και να μονιμοποιηθεί.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του τραυλισμού είναι η περιοδικότητα με την οποία εκδηλώνεται. Σπάνια ένα άτομο τραυλίζει σε κάθε λέξη που εκφέρει. Συνήθως το άτομο που τραυλίζει παρουσιάζει ανάμεικτα στοιχεία στο λόγο: λέξεις ή φράσεις που εκφέρονται με δυσκολία και λέξεις ή φράσεις που εκφέρονται με φυσιολογική ροή. Υπό κάποιες συνθήκες μάλιστα, όπως στο τραγούδι, τα άτομα που τραυλίζουν ενδέχεται να μη παρουσιάζουν πρόβλημα. Σε ορισμένες περιπτώσεις το άτομο μπορεί να μιλά φυσιολογικά για ώρες, μέρες, εβδομάδες ή και μήνες και στη συνέχεια να αρχίσει ξανά να τραυλίζει. Γι’ αυτό χρησιμοποιείται ο όρος «στιγμές τραυλισμού» για να υποδηλώσει την περιοδικότητα του φαινομένου και να δηλώσει ότι ο τραυλισμός δεν είναι συνεχές και μόνιμο χαρακτηριστικό των ατόμων που αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. Η συχνότητα εκδήλωσης του τραυλισμού διαφοροποιείται καθώς επηρεάζεται από τις συνθήκες υπό τις οποίες χρειάζεται να μιλήσει το άτομο. Τις στιγμές του τραυλισμού η παραγωγή του λόγου χαρακτηρίζεται από «φαινόμενα δισταγμού». Η επανάληψη τμήματος ή και ολόκληρης της λέξης, η στιγμιαία παύση πριν από μια λέξη, η χρήση ηχητικών στοιχείων, όπως «εεε…», «ξέρεις», η διακοπή της ροής του λόγου ώστε να μπορέσει ο ομιλητής να διορθώσει μια λέξη που πρόφερε λάθος, είναι ορισμένα από τα φαινόμενα δισταγμού τα οποία συχνά εμφανίζονται σε όλους τους ανθρώπους υπό συγκεκριμένες συνθήκες.
Για να διαγνωστεί λοιπόν ο τραυλισμός πρέπει τα φαινόμενα δισταγμού να ξεπερνούν τα φυσιολογικά πλαίσια, σύμφωνα με τη γνώμη του ειδικού, κάτι που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι εύκολο, ιδιαίτερα όταν αφορά παιδιά προσχολικής ηλικίας.
Επίσης, όπως προαναφέρω ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα του τραυλισμού είναι η επανάληψη μεμονωμένων φθόγγων, συλλαβών και λέξεων, το οποίο εκδηλώνεται ήδη από την προσχολική ηλικία. Αυτή η μορφή εκδήλωσης τραυλισμού ονομάζεται κλονική. Συνήθως οι επαναλήψεις γίνονται στις πρώτες συλλαβές των λέξεων και σχεδόν ποτέ στις τελευταίες. Αν κατά τη διάρκεια των επαναλήψεων το άτομο έχει μεγάλη ένταση τότε οι ήχοι επιμηκύνονται ή προφέρονται δυσρυθμικά. Οι δυσρυθμίες είναι διαταραχές στο ρυθμό εκφοράς του λόγου. Το άτομο είτε επιμηκύνει την παραγωγή σύντομων λεκτικών στοιχείων είτε οι λέξεις που προφέρει είναι «σπασμένες». Αυτή η μορφή τραυλισμού ονομάζεται τονική. Κατά την επιμήκυνση ενός φθόγγου το άτομο δίνει την εντύπωση ότι δεν μπορεί να προφέρει τον ήχο που θέλει να πει και συνήθως αυτό συνοδεύεται από ένταση στους μυς (υπερβολική πίεση των χειλιών, αποφυγή βλεμματικής επαφής, διόγκωση των φλεβών του λαιμού, χωρίς λόγω κινήσεις του κεφαλιού, των χεριών ή των ποδιών). «Σπασμένες» ονομάζονται οι λέξεις στις οποίες το άτομο κάνει μια φυσική παύση ανάμεσα στις συλλαβές. Η παύση μπορεί να είναι σιωπηρή ή να συνοδεύεται από κάποιο ήχο που πιθανόν να σχετίζεται με τον πρώτο ήχο της επόμενης συλλαβής. Ο μηχανισμός ο οποίος υποκινεί τις παύσεις και τις «σπασμένες λέξεις» είναι η δυσκολία που αντιμετωπίζει το άτομο για να ρυθμίσει την ποσότητα του αέρα που χρειάζεται να εκπνεύσει ώστε να προφέρει τον εν λόγω φθόγγο.
Συχνά το άτομο που τραυλίζει δεν ολοκληρώνει τις φράσεις του. Αυτό βέβαια μπορεί να συμβεί και σε άτομα που δεν τραυλίζουν. Στην περίπτωση όμως που τραυλίζουν αυτό γίνεται γιατί το άτομο ίσως να πιστεύει ότι στην επόμενη λέξη θα «κολλήσει» και έτσι προτιμά να την αποφύγει. Κάτι τέτοιο όμως δυσχεραίνει την επικοινωνία με τον συνομιλητή του περισσότερο από το αν ολοκλήρωνε τη φράση τραυλίζοντας. Την επικοινωνία ωστόσο δυσχεραίνουν και οι εμβολές φθόγγων, συλλαβών, λέξεων ή φράσεων. Για παράδειγμα «και θέλω και να πάω και στο κολυμβητήριο και με την μαμά μου».
Κάτι άλλο που συνηθίζουν τα άτομα που τραυλίζουν είναι οι ανολοκλήρωτες λέξεις, τις οποίες βλέποντας ότι θα εκφέρουν τραυλίζοντας, τις αντικαθιστούν με κάποιο συνώνυμο ώστε να αποφύγουν περαιτέρω τραυλισμό. Για παράδειγμα «το κκκ(καράβι), το πλοίο είναι μεγάλο». Επίσης στα άτομα αυτά ο ρυθμός ομιλίας τους μπορεί να είναι είτε πολύ αργός είτε πολύ γρήγορος. Ο αργός ρυθμός ίσως είναι αποτέλεσμα του τραυλισμού ή υιοθετείται σκόπιμα από το άτομο με σκοπό την αποφυγή του τραυλισμού. Ο γρήγορος ρυθμός πάλι μπορεί να υιοθετείται σκόπιμα γιατί πιθανόν να πιστεύει ότι αν κάνει παύσεις θα τραυλίσει. Σε άλλες περιπτώσεις αυξάνεται η ένταση της φωνής ή η εκφορά του λόγου με μονότονο τρόπο στην προσπάθειά του να αποφύγει τον τραυλισμό.
Ο τραυλισμός έχει διαπιστωθεί ότι εμφανίζεται σε συγκεκριμένες λέξεις ή σημεία μέσα στις λέξεις. Σύμφωνα με τον Brown τα βασικά χαρακτηριστικά των λέξεων στις οποίες εκδηλώνεται ο τραυλισμός αφορούν τον αρχικό ήχο της λέξης, τη γραμματική της σημασία, τη θέση της στην πρόταση και το μήκος της. Ο τραυλισμός εκδηλώνεται συχνότερα σε λέξεις που ξεκινούν με σύμφωνο. Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί η άρθρωση των συμφώνων απαιτεί μεγαλύτερη μυϊκή ένταση απ’ ότι των φωνηέντων με αποτέλεσμα τα άτομα που τραυλίζουν να θεωρούν τα σύμφωνα δυσκολότερα στην εκφορά τους απ’ ότι τα φωνήεντα. Επιπλέον τα σύμφωνα είναι περισσότερα από τα φωνήεντα και η αυξημένη συχνότητά τους πιθανόν να οδηγεί για στατιστικούς λόγους σε περισσότερες εμπειρίες τραυλισμού, που επιβεβαιώνουν την άποψη των ατόμων που τραυλίζουν για τη δυσκολία άρθρωσης των συμφώνων. Εντούτοις δεν τραυλίζουν όλοι στα ίδια σύμφωνα και είναι πιθανόν κάποιοι να τραυλίζουν σε λέξεις που ξεκινούν με φωνήεν. Επομένως ο βαθμός δυσκολίας στην εκφορά ενός ήχου είναι υποκειμενικός. Δεν υπάρχει ένα προφίλ που να ανταποκρίνεται σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση τραυλισμού.
Όσον αφορά τη γραμματική σημασία της λέξης, οι στιγμές τραυλισμού εκδηλώνονται συνήθως σε λέξεις περιεχομένου, όπως ρήματα, ουσιαστικά, επίθετα και επιρρήματα, και λιγότερο σε λειτουργικές λέξεις, όπως άρθρα, αντωνυμίες, προθέσεις και συνδέσμους. Αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι τα άτομα που τραυλίζουν γνωρίζουν πως οι λέξεις περιεχομένου είναι φορείς μηνυμάτων, αποτελούν βασικά στοιχεία της επικοινωνίας και προκαλούν περισσότερο το ενδιαφέρον του ακροατή. Επίσης η εκδήλωση του τραυλισμού είναι συνηθέστερη στην πρώτη λέξη μιας πρότασης. Αυτό συμβαίνει γιατί η αρχή μιας πρότασης είναι αυτή που προκαλεί το ενδιαφέρον του συνομιλητή και κατά συνέπεια προκαλεί μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση στον ομιλητή.
Την εκδήλωση του τραυλισμού επηρεάζει και το μήκος της λέξης. Οι μεγαλύτερες λέξεις πιθανόν να θεωρούνται πιο περίπλοκές και δύσκολες στην εκφορά τους. Τέλος, όταν ένα άτομο τραυλίσει σε μια λέξη ενδέχεται να τραυλίσει όταν επαναλάβει την ίδια λέξη κάποια άλλη στιγμή.

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΙΘΑΝΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ

Ο τραυλισμός εμφανίζεται συνήθως κατά την προσχολική ηλικία, όπου, όπως προαναφέρω, η γλωσσική ανάπτυξη εξελίσσεται με γρήγορο ρυθμό. Στις περισσότερες περιπτώσεις η έναρξη του τραυλισμού δεν συνδέεται με κάποιο ψυχολογικό ή οργανικό τραύμα. Στα παιδιά το ποσοστό εμφάνισης του τραυλισμού ανέρχεται στο 5% ενώ φαίνεται να υποχωρεί στο 1% στις μεγαλύτερες ηλικίες. Αυτό προφανώς σχετίζεται με τη συχνή υποχώρηση του τραυλισμού και την αποκατάσταση της καλής ροής της ομιλίας με την πάροδο του χρόνου. Καλό όμως είναι η έγκαιρη παρέμβαση του ειδικού καθώς δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την εξέλιξη του φαινομένου αυτού στο μέλλον. Είναι πιθανόν η δυσκολία αυτή του παιδιού να επιδεινωθεί προοδευτικά αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα με κάποια θεραπευτική αγωγή.
Έχει διαπιστωθεί ότι στις ηλικίες δύο έως τριών ετών ο τραυλισμός εμφανίζεται με την ίδια συχνότητα σε αγόρια και κορίτσια ενώ στις ηλικίες των έξι και εφτά η αναλογία είναι 3:1 και στις ηλικίες των 12 και δεκατρία η αναλογία αυξάνεται 5:1 σε βάρος των αγοριών. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτό συμβαίνει γιατί τα αγόρια είναι πιο ευάλωτα στους γενετικούς παράγοντες που δημιουργούν την προδιάθεση για εκδήλωση του τραυλισμού. Άλλοι πάλι τονίζουν την επίδραση περιβαλλοντικών παραγόντων και ειδικότερα την αντίληψη των γονέων σχετικά με τη γλωσσική ανάπτυξη αγοριών και κοριτσιών και τις διαφορετικές απαιτήσεις που προβάλλουν. Πολλοί γονείς αντιδρούν πιο έντονα στα φαινόμενα δισταγμού που παρουσιάζουν τα αγόρια συγκριτικά με τα κορίτσια. Το ίδιο συμβαίνει και με τους δασκάλους. Όταν οι Silverman και Van Opens έθεσαν το ερώτημα στους εκπαιδευτικούς κατά πόσο παιδιά που είχαν προβλήματα λόγου και ομιλίας έπρεπε να παραπεμφθούν σε ειδικό, αυτοί θεώρησαν πιο επιτακτική την ανάγκη παραπομπής σε ειδικό των αγοριών και λιγότερο των κοριτσιών, παρά το γεγονός ότι παρουσίαζαν τον ίδιο βαθμό δυσκολίας.
Η Tatman υποστηρίζει επίσης ότι τα κορίτσια είναι λιγότερο διεκδικητικά από τα αγόρια και γι’ αυτό είναι φυσικό να είναι πιο σιωπηλά σε καταστάσεις έντασης και άγχους, με αποτέλεσμα να αποφεύγουν τον προφορικό λόγο σε στιγμές που τα καθιστούν επιρρεπή στην εκδήλωση τραυλισμού. Το ίδιο συμβαίνει και για άλλες αναπτυξιακές διαταραχές όπου η συχνότητα εμφάνισής τους είναι μεγαλύτερη στα αγόρια απ’ ότι στα κορίτσια, όπως είναι η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα. Η κοινωνία έχει διαφορετικές προσδοκίες για τα αγόρια απ’ ότι για τα κορίτσια με αποτέλεσμα κάποιες μορφές συμπεριφοράς που σχετίζονται με την υπερκινητικότητα και την παρορμητικότητα να εκδηλώνονται πιο συχνά στα αγόρια. Έχει διαπιστωθεί επίσης ότι ο τραυλισμός εντοπίζεται νωρίτερα στα κορίτσια, γεγονός που ίσως να οφείλεται στη γρηγορότερη γλωσσική ανάπτυξη των κοριτσιών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η εκδήλωση του τραυλισμού εμφανίζεται συνήθως στην ηλικία ραγδαίας ανάπτυξης του λόγου.
Ωστόσο την κανονική ροή του προφορικού λόγου μπορούν να επηρεάσουν πολυποίκιλοι παράγοντες που διακρίνονται σε γενικούς και επιμέρους ατομικούς:
Γενικοί παράμετροι
1. Αν υπάρχει επιβράδυνση στην εξελικτική πορεία του κεντρικού νευρικού συστήματος του ατόμου οι αντανακλαστικές κινήσεις στα ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον δεν είναι σωστές, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται νευρωτικές εκδηλώσεις κατά την ομιλία.
2. Με την ολοκλήρωση του τρίτου έτους η γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού είναι ραγδαία όσον αφορά την άρθρωση, το λεξιλόγιο, το μήκος και τη δομή των προτάσεων. Το ΚΝΣ και η ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την εξέλιξη της γλώσσας. Οι γλωσσικές απαιτήσεις με την είσοδο του παιδιού στο νηπιαγωγείο μεγαλώνουν και το ΚΝΣ δεν μπορεί να συνεισφέρει.
3. Ένας βασικός παράγοντας για τη γλωσσική εξέλιξη του παιδιού είναι το περιβάλλον με το οποίο συναναστρέφεται και οι αλληλοεπιδράσεις μέσα από αυτό. Η συγκινησιακή επικοινωνία του παιδιού με την μητέρα και την οικογένειά του είναι ο πρώτος παράγοντας που επηρεάζει τη γλωσσική εξέλιξη.
Επιμέρους ατομικοί παράμετροι
1. Εγκεφαλική βλάβη
2. Εξασθενημένη και μη ορμονική λειτουργία του ΚΝΣ
3. Νευροπάθειες με συμπτώματα την οξυμένη ερεθιστικότητα, μεταβολές στη φωνή, στα συναισθήματα, στις ορμές και στη θέληση.
4. Βίαιη επιβολή της δεξιοχειρίας.
Την γένεση του τραυλισμού ευνοούν και οι λεγόμενες εξωγενείς ψυχικές επιδράσεις, που εμφανίζονται όταν υπάρχει ανισορροπία μεταξύ κοινωνικών απαιτήσεων και προσωπικών δυνατοτήτων του ατόμου και είναι δυνατόν να ενισχυθούν αν δεν υπάρχει σωστή αγωγή. Η Knura κατηγοριοποιεί τις θεωρίες που σχετίζονται με τον τραυλισμό ανάλογα με το επιστημονικό τους πρίσμα και τις διακρίνει σε κείνες που θεωρούν τον τραυλισμό σαν ένα μερικό σύμπτωμα σύνθετων εγκεφαλικών και λειτουργικών αδυναμιών και σε κείνες που τον θεωρούν σύμπτωμα νευροφυσιολογικών και βιοχημικών αλλοιώσεων, που μπορεί να μεταβιβαστούν κληρονομικά. Κατά συνέπεια ο τραυλισμός είναι δυσλειτουργία και διαταραχή της γλώσσας.

Η ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΣΤΟΝ ΕΙΔΙΚΟ

Για να αποφανθεί ένας ειδικός ότι τα φαινόμενα δισταγμού που παρουσιάζει ένα παιδί αποτελούν εκδηλώσεις τραυλισμού πρέπει να συνυπολογίσει μια σειρά άλλων παραγόντων, προκειμένου να αποφασίσει αν υπάρχουν πιθανότητες υποχώρησης ή παγίωσης του τραυλισμού. Έτσι ο ειδικός θα αποφασίσει για το είδος βοήθειας που θα παρέχει στο παιδί και τους γονείς του. Για να έχει λοιπόν ολοκληρωμένη εικόνα και να αξιολογήσει τον τραυλισμό ενός παιδιού, ο ειδικός ξεκινάει συνήθως από τη συνέντευξη με του γονείς. Με τον τρόπο αυτό είναι σε θέση να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με το γενικότερο αναπτυξιακό ιστορικό του παιδιού και ιδιαίτερα σχετικά με το ιστορικό ανάπτυξης του λόγου και των δυσχερειών του. Επίσης ο ειδικός ζητά από τους γονείς να περιγράψουν τη συχνότητα εκδήλωσης του τραυλισμού το κατά πόσο διαφοροποιείται ανάλογα με τον χώρο ή τα άτομα που βρίσκεται, το είδος της λεκτικής δραστηριότητας που εκτελεί και τη συναισθηματική του κατάσταση. Είναι επίσης σημαντικό για τον ειδικό να γνωρίζει αν υπάρχει άλλο συγγενικό άτομο με τραυλισμό και πως αυτός εξελίχθηκε στο άτομο που το παρουσίασε. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο ειδικός συχνά ρωτά τους γονείς κατά πόσο συσχετίζουν τον τραυλισμό με κάποιο άλλο γεγονός.
Σε δεύτερη φάση ο ειδικός διερευνά τα συναισθήματα και τον βαθμό ανησυχίας που βιώνουν οι γονείς σχετικά με το πρόβλημα του απιδιού τους και τις συνήθεις αντιδράσεις τους, οι οποίες ποικίλουν. Όταν υπάρχει στην οικογένεια ιστορικό τραυλισμού οι γονείς ανησυχούν περισσότερο ενώ σε άλλες περιπτώσεις αγνοούν τελείως τα συμπτώματα δισταγμού θεωρώντας τα φυσιολογικά για ένα παιδί προσχολικής ηλικίας. Άλλοι πάλι διορθώνουν το παιδί και του υποδεικνύουν τον τρόπο που πρέπει να μιλά, το μαλώνουν ή αποφεύγουν την βλεμματική επαφή μαζί του τις στιγμές που τραυλίζει. Γενικά θα λέγαμε ότι οι αντιδράσεις των γονιών απέναντι στο παιδί που τραυλίζει είναι συνήθως αρνητικές και επικριτικές.
Στην επικοινωνία των παιδιών που τραυλίζουν με τους γονείς τους ο ειδικός παρατηρεί τον ρυθμό ομιλίας των ίδιων των γονιών, μετρά το περιθώριο που αφήνουν στο παιδί προτού πάρουν τον λόγο και εκδηλώνουν τις αντιδράσεις των γονιών όταν το παιδί τραυλίζει. Οι αντιδράσεις αυτές μπορεί να είναι λεκτικές ή μη λεκτικές. Επίσης ο ειδικός ρωτά τους γονείς αν το παιδί τους έχει αντιληφθεί το πρόβλημά του και ποιες είναι οι αντιδράσεις του. Γενικότερα, ο ειδικός προσπαθεί να διαμορφώσει μια εικόνα σχετικά με την επίδραση του τραυλισμού τόσο στην επικοινωνία όσο και σε άλλους τομείς της ζωής του παιδιού. Αν διαπιστώσει ότι το παιδί ανησυχεί για τις δυσχέρειες στη ροή του λόγου του και εκδηλώνει αναπόφευκτη συμπεριφορά τότε θεωρεί απαραίτητη την συμμετοχή του παιδιού σε πρόγραμμα θεραπευτικής αγωγής.
Σ’ αυτή τη φάση ο ειδικός διερευνά τις ερμηνείες που οι γονείς δίνουν στην εκδήλωση του τραυλισμού αλλά και τις γνώσεις που έχουν γι’ αυτό το θέμα. Οι ερμηνείες που συνήθως δίνονται είναι: α)αποτέλεσμα κάποιου ψυχολογικού προβλήματος , β)κάποιου απροσδιόριστου οργανικού προβλήματος, γ) κάποιων λανθασμένων χειρισμών και αντιδράσεων των γονέων.
Στην τρίτη φάση ο ειδικός διερευνά τις ενδοοικογενειακές σχέσεις και τις συνθήκες στις οποίες μεγαλώνει το παιδί ώστε να εντοπίσει παράγοντες που πιθανόν να προκαλούν άγχος στο παιδί ή και σε ολόκληρη την οικογένεια. Προσπαθεί επίσης να καταλάβει κατά πόσο οι προσδοκίες των γονιών για το παιδί τους είναι ανάλογες με τις ανάγκες και τις δυνατότητές του, αλλά και κατά πόσο αυτοί νοιώθουν ενοχές για το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το παιδί τους.
Κατόπιν ο ειδικός έρχεται σε επαφή με το παιδί ώστε να μπορέσει να αξιολογήσει την ομιλία του και να διαπιστώσει αν οι δυσχέρειες στη ροή του λόγου που αντιμετωπίζει το παιδί πληρούν τα κριτήρια για τη διάγνωση του τραυλισμού. Οι ειδικοί έχουν προτείνει διάφορα κριτήρια για την αξιολόγηση της ομιλίας των παιδιών. Μια από τις πιο αποδεκτές μεθόδους είναι η αξιολόγηση ενός δείγματος του παιδιού τουλάχιστον σε τριακόσιες λέξεις. Κατά την αξιολόγηση αυτοί εξετάζονται οι εξής παράγοντες:
Α)Η συχνότητα εκδήλωσης «φαινομένων δισταγμού» στο λόγο
Β)Η συχνότητα σε συγκεκριμένα είδη «φαινομένων δισταγμού», όπως οι επιμηκύνσεις ήχων και οι επαναλήψεις συλλαβών.
Γ)Η διάρκεια των «φαινομένων δισταγμού»
Δ)Ο ρυθμός ομιλίας του παιδιού
Ε)Σύγκριση ρυθμού ομιλίας μητέρας και παιδιού, καθώς έχει διαπιστωθεί ότι οι μητέρες παιδιών που τραυλίζουν υιοθετούν πιο γρήγορο ρυθμό ομιλίας από το παιδί.
Στ)Η εκδήλωση μη λεκτικών μορφών συμπεριφοράς, όπως η έλλειψη βλεμματικής επαφής και το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων.
Ζ)Το γενικότερο επίπεδο ανάπτυξης του λόγου προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχουν επιπρόσθετες δυσκολίες, όπως άρθρωσης ή ακουστικής διάκρισης.
Η διαγνωστική διαδικασία πρέπει να εστιάζει και σε άλλους τομείς, όπως στη διεύρυνση των αντιλήψεων του παιδιού για την ομιλία του, στα συναισθήματα που του προκαλούν οι δυσκολίες του και στην επίδρασή τους στο επίπεδο αυτοεκτίμησης και στη ζωή του. Καθώς μια θεραπευτική παρέμβαση είναι επιτυχημένη αν υπάρχει ψυχολογική αξιολόγηση σε βάθος είναι σημαντικό να αξιολογήσει ο ειδικός την συνολική προσωπικότητα του παιδιού. Να διαπιστώσει αν το παιδί έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, είναι ανασφαλές, τελειομανές κτλ.

ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ

Το παιδί αναγνωρίζοντας το πρόβλημα που αντιμετωπίζει έχει σαν πρώτες αντιδράσεις το κλάμα, το φόβο και τη σιωπή. Ως πρώτο σύμπτωμα εμφανίζεται ο μουτισμός.
Η στάση του σχολείου και της οικογένειας απέναντι στο παιδί και το πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι σημαντική για τη θετική ή αρνητική εξέλιξη του τραυλισμού. Η προσπάθεια των γονιών να αποφευχθούν τα γλωσσικά προβλήματα των παιδιών τους, συχνά επιδεινώνει την κατάσταση. Το ίδιο συμβαίνει και με το αίσθημα του οίκτου που νιώθουν οι γονείς για τη γλωσσική αδεξιότητα του παιδιού τους. Μάλιστα το παιδί εκμεταλλευόμενο τα αισθήματά τους, για να διαφυλάξει κάποια προνόμια, επιμένει στον τραυλισμό. Αρνητικά αποτελέσματα όμως έχει και η τιμωρία η οποία οδηγεί το παιδί σε αμυντική ή επιθετική στάση, και στη χρήση γλωσσικών στερεοτύπων και λέξεων που δεν αδυνατεί να εκφράσει.
Είναι απαραίτητο οι γονείς να βοηθήσουν τα παιδιά να αποκτήσουν θετικές εμπειρίες από την επικοινωνία. Είναι σημαντικό να σταθεροποιήσουμε και να καλλιεργήσουμε στο παιδί τη χαρά της ομιλίας. Με το να μιλά το παιδί ολοένα και περισσότερο εξασκούνται οι δυνατότητές του και εμπλουτίζονται οι εμπειρίες του, μαθαίνει να χειρίζεται τη γλώσσα με περισσότερη σιγουριά και να επικοινωνεί με περισσότερη ευχέρεια. Το σημαντικό δεν είναι ότι σκόνταψε. Το ότι συνεχίζει να μιλά είναι που έχει σημασία. Η εξωτερική μορφή των όσων λέει το παιδί είναι δυνατόν να βελτιωθεί με το πέρασμα του χρόνου όταν υπάρχει ο κατάλληλος χειρισμός και εντοπισθεί το πρόβλημα νωρίς. Όταν το παιδί αντιλαμβάνεται την απόρριψη ή την δυσαρέσκεια των γονέων, αναπτύσσει αισθήματα κατωτερότητας και αποφεύγει περιστάσεις όπου χρειάζεται να μιλήσει. Η θετική αντιμετώπιση των γονιών μπορεί να συμβάλλει στη σταδιακή μείωση του τραυλισμού. Ένα παιδί που βρίσκεται σε κατάσταση έντασης και ταραχής τραυλίζει περισσότερο. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι η εμφάνιση του τραυλισμού είναι αποτέλεσμα μιας τυραννικής πίεσης για επικοινωνία.
Όσον αφορά το περιβάλλον του σχολείου, η στάση του δασκάλου μπορεί να αποβεί σημαντική για την περαιτέρω εξέλιξη του παιδιού με τραυλισμό. Ο δάσκαλος πρέπει να ενισχύσει και να ενθαρρύνει το παιδί αλλά και να καλλιεργήσει ένα κλίμα συμπάθειας και κατανόησης στη μαθητική κοινότητα. Τα παιδιά με διαταραχές στο λόγο παρουσιάζουν συχνά μειωμένη απόδοση στο σχολείο γιατί βάζουν μπροστά το πρόβλημά τους και κρύβονται πίσω απ’ αυτό, καθώς η διαταραχή τους δεν είναι αναγνωρίσιμη. Η παιδοψυχολογική στήριξη του ατόμου κρίνεται αναγκαία ώστε να μην αποκτήσει αντικοινωνική συμπεριφορά και να μπορεί να δρα δημιουργικά μέσα στην κοινωνία.
Για την καλύτερη εξέλιξη της γλωσσικής ικανότητας του παιδιού προτείνονται οι παρακάτω παιδαγωγικές στρατηγικές:
1. Να γίνει προσπάθεια ώστε να αναπτυχθούν τέτοιες διαπροσωπικές σχέσεις που να εξασφαλίζουν ευχάριστη επικοινωνία
2. Να δημιουργηθεί κατάλληλη ατμόσφαιρα για τη διαδικασία μάθησης της γλώσσας
3. Να υπάρχει επιμονή για την κατανόηση και τη σωστή χρήση της γλώσσας
4. Να γίνεται συχνή χρήση παραδειγμάτων που θα βοηθήσουν το παιδί να ανταποκριθεί με δικά του
5. Να δίνονται ευκαιρίες και να παροτρύνεται κάθε μαθητής να μιλήσει σε περισσότερα και διαφορετικά άτομα μέσα στην τάξη
6. Να προσαρμόζεται το γλωσσικό επίπεδο των προτάσεων του δασκάλου στο επίπεδο των μαθητών με τη χρήση μικρών προτάσεων, την επανάληψη αργά και καθαρά των προτάσεων, τη χρήση χειρονομιών όπου χρειάζεται αλλά και τη χρήση του παρόντα χρόνου, τη διαφοροποίηση του τόνου της φωνής ανάλογα με την περίπτωση και την επιβράβευση όταν χρειάζεται.
7. Να ενθαρρύνεται το παιδί να πει με δικά του λόγια αυτό που πρωτύτερα άκουσε από τον δάσκαλο
8. Να υπάρχει παραμονή σε θέμα που άρχισε ένα παιδί
9. Να γίνεται χρήση λεξιλογίου που να περιλαμβάνει εύκολους φθόγγους, κατανοητούς και εύχρηστους από το παιδί
10. Να ανταποκρίνεται ο δάσκαλος σε κάθε επιθυμία του παιδιού για επικοινωνία
11. Να αποφεύγεται η άμεση διόρθωση συντακτικών λαθών του παιδιού
12. Να δίνεται το χρονικό περιθώριο στο παιδί ώστε να προλαβαίνει να σκεφτεί
13. Να ενθαρρύνεται και να διευκολύνεται το παιδί με την παροχή των απαραίτητων βοηθητικών στοιχείων
14. Να δίνεται ουσιαστική βοήθεια στο παιδί ώστε να γίνει δραστήριος μαθητής και καλός χρήστης της γλώσσας
15. Να γίνεται χρήση ασκήσεων που απαιτούν αλληλεπίδραση, όπως παίρνω και δίνω πιάνω και πετώ κτλ
16. Να γίνεται χρήση αντικειμένων και εικόνων
17. Να χρησιμοποιούνται από τον δάσκαλο γραμματικές προτάσεις άρτιες συντακτικά που θα λειτουργήσουν ως πρότυπο για τη συμπλήρωση γραμματικών ελλείψεων του παιδιού
18. Να βεβαιώνεται ο δάσκαλος, πριν αρχίσει να μιλά, ότι το παιδί στο οποίο απευθύνεται τον παρακολουθεί
19. Ο δάσκαλος να είναι ένας καλός ακροατής που να ανταποκρίνεται αμέσως στο παιδί.
Με τη χρήση αυτών των δραστηριοτήτων εξασφαλίζεται η προσοχή και η συγκέντρωση του παιδιού που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να οργανώσει το παιδί τη σκέψη και την έκφρασή του.

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΤΟΥ ΤΡΑΥΛΙΣΜΟΥ

Ο τραυλισμός εξακολουθεί να παραμένει ένα άλυτο μυστήριο και τούτο συμβαίνει γιατί οι ερευνητικές προσπάθειες μελετούν ξεχωριστά τα χαρακτηριστικά του ατόμου που τραυλίζει, τα χαρακτηριστικά των γονιών του τις συνθήκες που ευνοούν ή δυσχεραίνουν τη ροή του λόγου, τον ρόλο των κληρονομικών παραγόντων, τον ρόλο της μάθησης κτλ. Ένα θεωρητικό μοντέλο για την παθογένεση του τραυλισμού θα πρέπει να συνδυάζει, μεταξύ άλλων, τα εξής χαρακτηριστικά:
-Ο τραυλισμός θα πρέπει να προσεγγίζεται στα πλαίσια ενός φάσματος όπου η θεώρηση του προβλήματος γίνεται στη βάση των κυρίαρχων συμπτωμάτων και της κοινής αιτιολογίας τους, υπό την «ομπρέλα του οποίου» μπορούν να περιληφθούν όλες οι περιπτώσεις τραυλισμού ώστε να είναι δυνατόν να ερμηνευτούν όπου ο τραυλισμός εμφανίζεται, υποχωρεί ή επιδεινώνεται.
- Η θεωρητική προσέγγιση του τραυλισμού θα πρέπει να εντοπίζει το βασικό αίτιο για το οποίο κάθε άτομο με τραυλισμό δυσκολεύεται να μιλήσει με κανονική ροή.
- Θα πρέπει να μπορεί να απαντήσει σε ερωτήματα που αφορούν στην έναρξη, την εξέλιξη και διατήρηση του φαινομένου συνολικά.
- Θα πρέπει να μπορεί να ερμηνεύσει όλα τα μέχρι σήμερα τεκμηριωμένα ερευνητικά δεδομένα για τις συνθήκες που ευνοούν ή δυσχεραίνουν την εκδήλωση, εξέλιξη και διατήρηση του τραυλισμού.
- Θα πρέπει να αξιοποιεί την επιστημονική γνώση που αφορά στο φαινόμενο του τραυλισμού αλλά και στις εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς γενικότερα.
- Θα πρέπει να παρέχει τη βάση για την ανάπτυξη αποτελεσματικών μεθόδων θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Η θεωρητική προσέγγιση του τραυλισμού θα πρέπει να περιλαμβάνει κάθε πληροφορία που θα βοηθήσει τους ειδικούς να αναπτύξουν αποτελεσματικές μεθόδους θεραπευτικής αντιμετώπισης. Άλλωστε αυτό είναι και το αδύνατο σημείο στην ιστορία μελέτης του τραυλισμού.
Στη δεκαετία του 1960 πειραματικές μελέτες που έγιναν από ειδικούς κατέληξαν σε τεχνικές τροποποίησης συμπεριφοράς που επικεντρώνονται στις δυσχέρειες που παρουσιάζει το άτομο στη ροή του λόγου του και στοχεύουν ευθέως στη μείωση της εκδήλωσης των συμπτωμάτων τραυλισμού. Οι τεχνικές αυτές είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται μεμονωμένα ή σε συνδυασμό μεταξύ τους.
Α) Συστηματική απευαισθητοποίηση
Ένας από τους λόγους που ο τραυλισμός εκδηλώνεται συχνότερα είναι σε καταστάσεις όπου το άτομο αντιμετωπίζει με υψηλά επίπεδα άγχους. Αν το άτομο μπορέσει να απαλλαγεί από αυτό το συναίσθημα και να βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση που να περιορίζει το άγχος, τότε πιθανόν να μπορέσει να αποφύγει την εκδήλωση του τραυλισμού. Μια τέτοια συναισθηματική κατάσταση είναι η κατάσταση χαλάρωσης. Αφού λοιπόν επιτευχθεί η κατάσταση χαλάρωσης το άτομο καλείται να φανταστεί το φοβικό ερέθισμα που του προκαλεί το λιγότερο άγχος για να καταλήξει σε σταδιακή αύξηση του άγχους. Πολλές φορές στον τραυλισμό φοβικό ερέθισμα είναι μια τηλεφωνική επικοινωνία. Μπορεί λοιπόν να ζητηθεί από το άτομο, που με τη βοήθεια του θεραπευτή είναι σε κατάσταση χαλάρωσης να φανταστεί ότι βρίσκεται σε ένα δωμάτιο στο οποίο υπάρχει ένα τηλέφωνο. Όταν το άτομο καταστεί ικανό να φανταστεί την κατάσταση αυτή χωρίς άγχος μπορεί να του ζητηθεί να φανταστεί ότι έχει τηλεφωνική επικοινωνία με κάποιον. Μετά από πολλές επαναλήψεις η φανταστική αυτή συνομιλία μπορεί να πραγματοποιηθεί με ένα οικείο του πρόσωπο παρουσία του θεραπευτή, μέχρι να καταφέρει να χειρίζεται μια τηλεφωνική ομιλία πλήρως, υπό πραγματικές συνθήκες και χωρίς άγχος. Όταν τα καταφέρει το πιθανότερο είναι ότι δεν θα εκδηλώνεται τραυλισμός σ’ αυτή τη συγκεκριμένη κατάσταση.
Β)Μέθοδοι που βασίζονται στις αρχές της συντελεστικής μάθησης
Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνταν στα πλαίσια αυτών των μεθόδων στόχευαν στην εξάλειψη του τραυλισμού, μέσω τιμωρίας, που μπορούσε να εφαρμοστεί μέσω λεκτικής επίπληξης, χρήσης κάποιου θορύβου κάθε φορά που το άτομο τραύλιζε, απαγόρευσης της ομιλίας για ορισμένο χρονικό διάστημα κτλ. Σύμφωνα με πειράματα που έγιναν με την μέθοδο αυτή ο τραυλισμός μπορούσε να ελεγχθεί, έστω και προσωρινά.
Γ)Καθυστερημένη ακουστική ανατροφοδότηση
Έχει διαπιστωθεί ότι τα άτομα που τραυλίζουν μιλούν με μεγαλύτερη ευχέρεια όταν τους παρέχεται τεχνητά καθυστερημένη ακουστική ανατροφοδότηση της ίδιας τους της ομιλίας για 250 χιλιοστά του δευτερολέπτου, κάτι που μοιάζει με το άκουσμα της φωνής σε ηχώ.
Η συσκευή που παρέχει την καθυστερημένη ακουστική ανατροφοδότηση μοιάζει με μικρό κασετόφωνο με ακουστικά το οποίο μπορεί το άτομο να το μεταφέρει πάντα μαζί του. Η μέθοδος αυτή σήμερα είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη, αν και δεν είναι βέβαιο ότι τα αποτελέσματά της έχουν διάρκεια.
Δ) Ομιλία με τη βοήθεια μετρονόμου
Τόσο ο αργός και παρατεταμένος τρόπος ομιλίας όσο και ο ρυθμικός τρόπος ομιλίας είναι μια παλιά τεχνική που αναβίωσε με την εξέλιξη της ηλεκτρονικής τεχνολογίας. Έχει διαπιστωθεί ότι πολλά άτομα που τραυλίζουν έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια στο λόγο όταν έχουν την δυνατότητα να συγχρονίζουν την ομιλία τους με τους χτύπους ενός μετρονόμου. Ο μετρονόμος είναι μια μικρή ηλεκτρονική συσκευή που φοριέται πίσω από το αυτί.
Ε) Ομιλία με τη βοήθεια συσκευής επικαλυπτόμενου ήχου
Τα άτομα που τραυλίζουν φαίνεται να έχουν καλύτερη ροή στο λόγω όταν μιλάνε ενώ παράλληλα ακούνε κάποιο δυνατό θόρυβο. Έτσι δημιουργήθηκαν συσκευές επικαλυπτόμενου ήχου για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του τραυλισμού. Ένα είδος τέτοιων συσκευών φοριέται σαν ακουστικά στα αυτιά και έχει διακόπτη τον οποίο το άτομο ενεργοποιεί κάθε φορά που νοιώθει ότι θα τραυλίσει. Έχει αναφερθεί ότι ορισμένα άτομα με σοβαρότατο πρόβλημα τραυλισμού έχουν βοηθηθεί από αυτές τις συσκευές. Έχει διαπιστωθεί όμως ότι η χρήση της προκαλεί μικρή απώλεια ακοής και η αποτελεσματικότητά τους ελαχιστοποιείται σε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις.
Στ) Άλλες μέθοδοι τροποποίησης συμπεριφοράς
Άλλες μέθοδοι αντιμετώπισης του τραυλισμού είναι η βιοανάδραση, οι αναπνευστικές ασκήσεις, οι τεχνικές χαλάρωσης των μυών του γλωσσικού μηχανισμού, η υποβολή μέσω ύπνωσης ή και χωρίς ύπνωση.
Γενικότερα θα λέγαμε ότι όλες οι μέθοδοι τροποποίησης συμπεριφοράς έχουν αποτελέσματα ως προς τη μείωση των συμπτωμάτων τραυλισμού, αλλά συνήθως τα αποτελέσματα είναι προσωρινά και δεν φαίνεται να διευρύνονται σε όλα τα άτομα. Και τούτο συμβαίνει γιατί τα προγράμματα αυτά στοχεύουν στα συμπτώματα του προβλήματος αγνοώντας τα αίτιά του και στρέφουν την προσοχή του ατόμου στον τρόπο ομιλίας του αντί να την απομακρύνουν απ’ αυτόν, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν τον τραυλισμό μονοδιάστατα χωρίς τις πολύπλοκες μορφές και διαστάσεις του. Ο τραυλισμός πέρα από τη δυσχέρεια στη ροή του λόγου αναφέρεται σε ένα σύνολο συναισθηματικών, συμπεριφορικών και γνωστικών χαρακτηριστικών από τα οποία η δυσχέρεια στη ροή του λόγου αποτελεί απλώς μια πιο εμφανείς εκδήλωσή του.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Συμπεραίνοντας θα λέγαμε ότι ο τραυλισμός είναι μια ιδιάζουσα μορφή διαταραχής επικοινωνίας, η οποία είναι δυνατόν να διαγνωστεί από την προσχολική ηλικία όπου η γλωσσική ανάπτυξη είναι ραγδαία. Έχει διαπιστωθεί πως ο τραυλισμός αφορά σε μεγαλύτερο ποσοστό τα αγόρια και οι παράγοντες που μπορούν να τον προκαλέσουν είναι πολλοί. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά του ατόμου που τραυλίζει είναι επαναλήψεις ήχων και συλλαβών, επιμηκύνσεις ήχων, επιφωνήματα, διακοπτόμενες λέξεις, ηχηρές ή σιωπηλές αναστολές, περιφράσεις, παραγωγή λέξεων με υπέρμετρη φυσική ένταση, επαναλήψεις ολόκληρων μονοσύλλαβων λέξεων. Για την αντιμετώπισή του απαραίτητη είναι η ταχύτερη επίσκεψη σε έναν ειδικό, που αφού αποκτήσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το άτομο που τραυλίζει, τόσο για τις συνθήκες και τα συμπτώματα τραυλισμού όσο και για τον συναισθηματικό του κόσμο, την προσωπικότητα και τα άτομα που το περιβάλλουν, και διερευνήσει τα αίτια που προκαλούν τον τραυλισμό, θα μπορέσει, με την βοήθεια ίσως και των ηλεκτρονικών μεθόδων που ανακαλύφθηκαν τα τελευταία χρόνια, να εξασφαλίσει καλύτερες ευκαιρίες προσαρμοσμένες στις δικές του δυνατότητες. Για την επιτυχία όμως μιας θεραπευτικής αγωγής από τον ειδικό σημαντική είναι η συμβολή τόσο της οικογένειας όσο και του ευρύτερου οικείου περιβάλλοντος του ατόμου που τραυλίζει.

ΑΝΑΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΑΣΤΟΣ Δ/ντής Ειδικού Σχολείου Πύργου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου